ισάδα

ισάδα
και ισιάδα, η
1. η ιδιότητα τού ίσου, ισότητα, ευθύτητα, ομαλότητα
2. ίσος και ομαλός δρόμος
3. δικαιοσύνη, ειλικρίνεια, τιμιότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)-* + παραγ. κατάλ. -άδα* (πρβλ. ζαλ-άδα, φρονιμ-άδα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ισάδα — ισάδα, η και ισιάδα, η 1. το να είναι κάποιος ίσος. 2. ίσιο μέρος, ίσιωμα: Οι ορειβάτες σταμάτησαν σε μια ισιάδα για να ξεκουραστούν. 3. μτφ., δικαιοσύνη, ειλικρίνεια, τιμιότητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ισιάδα — η βλ. ισάδα …   Dictionary of Greek

  • σιάδι — το, Ν επίπεδη, ομαλή επιφάνεια, ίσιωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ισιάδα / ισάδα* + υποκορ. κατάλ. ι(ον), με σίγηση τού αρκτικού ι ] …   Dictionary of Greek

  • ισιάδα — η βλ. ισάδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”